- καισαρισμός
- ο1. το να φέρεται κανείς απολυταρχικά όπως ο Καίσαρας.2. απολυταρχική διοίκηση, απολυταρχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καισαρισμός — ο [καίσαρ] 1. το να φέρεται κάποιος απολυταρχικά όπως ο Καίσαρ 2. η απομίμηση τού πολιτικού συστήματος τού Καίσαρος, κατά το οποίο ένα μόνο άτομο συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες τού κράτους, απολυταρχική διοίκηση, απολυταρχία … Dictionary of Greek
Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… … Dictionary of Greek